πανηγυρίζω

πανηγυρίζω
Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις]
παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω
νεοελλ.
1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα πανηγυρίσουμε την επιτυχία του στις εξετάσεις»)
μσν.-αρχ.
μτφ. ευφραίνομαι, τέρπομαι, διασκεδάζω
αρχ.
1. συχνάζω σε αγορές, σε πανηγύρια ή σε εμποροπανηγύρεις
2. εκφωνώ πανηγυρικό λόγο ενώπιον πλήθους ανθρώπων, σε πάνδημη συγκέντρωση λαού
3. παθ. πανηγυρίζομαι
(για αυλούς) ηχώ χαρμόσυνα, γιορταστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρίζω — celebrate pres subj act 1st sg πανηγυρίζω celebrate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρίζω — πανηγυρίζω, πανηγύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πανηγυρίζω — ισα 1. αμτβ., γιορτάζω, παίρνω μέρος στον πανηγυρισμό: Πανηγυρίζει το χωριό σήμερα. 2. μτβ., εκδηλώνω τη χαρά μου για κάτι: Οι οπαδοί του κόμματος πανηγυρίζουν την εκλογική τους νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυρίζετε — πανηγυρίζω celebrate pres imperat act 2nd pl πανηγυρίζω celebrate pres ind act 2nd pl πανηγυρίζω celebrate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρίσουσι — πανηγυρίζω celebrate aor subj act 3rd pl (epic) πανηγυρίζω celebrate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πανηγυρίζω celebrate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρίσουσιν — πανηγυρίζω celebrate aor subj act 3rd pl (epic) πανηγυρίζω celebrate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πανηγυρίζω celebrate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυριζόμενον — πανηγυρίζω celebrate pres part mp masc acc sg πανηγυρίζω celebrate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυριζόντων — πανηγυρίζω celebrate pres part act masc/neut gen pl πανηγυρίζω celebrate pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρισθέντα — πανηγυρίζω celebrate aor part pass neut nom/voc/acc pl πανηγυρίζω celebrate aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρισάντων — πανηγυρίζω celebrate aor part act masc/neut gen pl πανηγυρίζω celebrate aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”