- πανηγυρίζω
- Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις]παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζωνεοελλ.1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα πανηγυρίσουμε την επιτυχία του στις εξετάσεις»)μσν.-αρχ.μτφ. ευφραίνομαι, τέρπομαι, διασκεδάζωαρχ.1. συχνάζω σε αγορές, σε πανηγύρια ή σε εμποροπανηγύρεις2. εκφωνώ πανηγυρικό λόγο ενώπιον πλήθους ανθρώπων, σε πάνδημη συγκέντρωση λαού3. παθ. πανηγυρίζομαι(για αυλούς) ηχώ χαρμόσυνα, γιορταστικά.
Dictionary of Greek. 2013.